- πτύξη
- η / πτύξις, -εως, ΝΜΑ [πτύσσω]το δίπλωμα, η δίπλωση, το να διπλώνει κανείς κάτινεοελλ.1. βοτ. το πρότυπο διάταξης τών φύλλων στον οφθαλμό2. ναυτ. φρ. «πτύξη ιστίων» — το τύλιγμα και δέσιμο τών ιστίων χωρίς να λυθούν από τη θέση που βρίσκονταιαρχ.1. πτυχή τού δέρματος, ζάρα2. στρατιωτικός ελιγμός.
Dictionary of Greek. 2013.