πτύξη

πτύξη
η / πτύξις, -εως, ΝΜΑ [πτύσσω]
το δίπλωμα, η δίπλωση, το να διπλώνει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. βοτ. το πρότυπο διάταξης τών φύλλων στον οφθαλμό
2. ναυτ. φρ. «πτύξη ιστίων» — το τύλιγμα και δέσιμο τών ιστίων χωρίς να λυθούν από τη θέση που βρίσκονται
αρχ.
1. πτυχή τού δέρματος, ζάρα
2. στρατιωτικός ελιγμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δίπλωση — η (AM δίπλωσις) [διπλώ] στον πληθ. διπλώσεις πτυχές υφάσματος νεοελλ. το να διπλώνει κάποιος κάτι, πτύξη, τσάκισμα μσν. γραμμ. η επανάληψη φθόγγου αρχ. 1. διπλασίαση 2. σύνθεση λέξεων 3. γυμναστική άσκηση, κάμψη τού άνω κορμού με παραμονή τής… …   Dictionary of Greek

  • πτύξις — εως, ἡ, ΜΑ βλ. πτύξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”